λαμπριάτικος

λαμπριάτικος
η , ο пасхальный;

λαμπριάτικα ρούχα — праздничная, пасхальная одежда


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαμπριάτικος" в других словарях:

  • λαμπριάτικος — η, ο [Λαμπρή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμπρή, στο Πάσχα, πασχαλινός («λαμπριάτικο αρνί») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαμπριάτικα τα καινούργια ρούχα για το Πάσχα. επίρρ... λαμπριάτικα κατά την ημέρα τής Λαμπρής …   Dictionary of Greek

  • λαμπριάτικος — η, ο επίρρ. α ο σχετικός με το Πάσχα: Σουβλίσαμε το λαμπριάτικο αρνί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασχαλινός — και πασκαλινός, ή, ό [πασχαλιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλιάτικος, λαμπριάτικος (α. «πασχαλινά αβγά» β. «πασχαλινό τραπέζι») …   Dictionary of Greek

  • πασχαλινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, ο πασχαλιάτικος, ο λαμπριάτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»